- εμπορικότητα
- [-ης (-ητος)] η торговые способности, умение торговать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμπορικότητα — η 1. η εμπορική σπουδαιότητα 2. η ικανότητα στη διεξαγωγή εμπορίου ή αγοροπωλησιών … Dictionary of Greek
εμπορικότητα — η 1. η ιδιότητα του εμπόρου ή του εμπορικού. 2. η εμπορική σπουδαιότητα. 3. η ικανότητα για το εμπόριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
Γεωργιάδης, Βασίλης — (Δαρδανέλια 1923 – 2002). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες πριν στραφεί στον κινηματογράφο. Απόφοιτος της σχολής Σταυράκου, το 1951 ξεκίνησε ως βοηθός σκηνοθέτη. Η πρώτη του ταινία ήταν Οι άσσοι των γηπέδων (1956).… … Dictionary of Greek
παιδικό θέατρο — Όλες οι μορφές του θεάματος (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση, τσίρκο κ.ά.) συνδέονται στενά με το παιδί, διότι συγκαταλέγονται στη ζωτικότερη κατηγορία για τα παιδιά, το παιχνίδι. Αν αρχίσουμε από το αρχαιότερο θέαμα του κόσμου, το θέατρο,… … Dictionary of Greek